Μινύα

Μινύα
Μινύᾱ , Μίνυος
fem nom/voc/acc dual
Μινύᾱ , Μίνυος
fem nom/voc sg (doric aeolic)
Μινύᾱ , Μινύης
masc nom/voc/acc dual
Μινύᾱ , Μινύης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μινύᾳ — Μινύᾱͅ , Μίνυος fem dat sg (doric aeolic) Μινύαι , Μινύαι fem nom/voc pl Μινύᾱͅ , Μινύης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινύας — Μινύᾱς , Μίνυος fem acc pl Μινύᾱς , Μίνυος fem gen sg (doric aeolic) Μινύᾱς , Μινύαι fem acc pl Μινύᾱς , Μινύης masc acc pl Μινύᾱς , Μινύης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινύαι — Μινύᾱͅ , Μίνυος fem dat sg (doric aeolic) Μινύαι fem nom/voc pl Μινύᾱͅ , Μινύης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινύαν — Μινύᾱν , Μίνυος fem acc sg (doric aeolic) Μινύᾱν , Μινύης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινυάς — Μινυά̱ς , Μινύης masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινύαο — Μινύᾱο , Μινύης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Μινύαι — Αρχαίος ελληνικός λαός της Βοιωτίας γύρω από τον Ορχομενό, φορέας ενός πολύ αναπτυγμένου πολιτισμού κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (θολωτός τάφος του Μινύα στον Ορχομενό, έργα στη λίμνη της Κωπαΐδας). Ο Παυσανίας κάνει λόγο για Μ. στον Ορχομενό κατά… …   Dictionary of Greek

  • άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… …   Dictionary of Greek

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”